- διακοπή
- η (AM διακοπή) [διακόπτω]το να διακόπτεται κάτινεοελλ.1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει3. στον πληθ. οι διακοπέςα) χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα σχολεία, τα δικαστήρια, η Βουλή, οι επιχειρήσεις και άλλα ιδρύματα διακόπτουν τις εργασίες τουςβ) χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι εργαζόμενοι στα διάφορα ιδρύματα και στις επιχειρήσεις παίρνουν την ετήσια άδεια ανάπαυσης τουςαρχ.1. διατομή2. διάρρηξη αιμοφόρου αγγείου3. βαθύ τραύμα4. επιμήκης θλάση οστού και κυρίως κρανιακού5. στενή διάβαση ισθμού ή βουνού6. στενή δίοδος τείχους ή προχώματος7. διαζύγιο8. γραμμ. τμήση9. ιατρ. διάλειψη10. φιλονικία.
Dictionary of Greek. 2013.